- τυρός
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.).
Ο οικισμός Τυρός.
* * *ο, ΝΜΑτο τυρίνεοελλ.φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού»α) κατά το επιδόρπιοβ) συνεκδ. παρεπιπτόντωςαρχ.1. το μέρος τής αγοράς όπου πωλούσαν τυρί2. φρ. «χλωρὸς τυρός» — νωπό τυρί.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τυρός (< *τυρ-ψος) είναι ινδοευρωπαϊκής προέλευσης και συνδέεται με τα: αβεστ. tūiri- «πηγμένο γάλα» και tuirya- «τυρί» και μέσο ινδ. tūra «τυρί». Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή: turoq.ΠΑΡ. τυρεύω, τυρί(ον), τυρώδηςαρχ.τυράσιον, τυρίδιον, τυρίσκος, τυρόεις, τυρώ (Ι), τυρώ (ΙΙ)μσν.- νεοελλ.Τυρινή.ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) τυροκομώ, τυροποιός, τυροπώλης, τυροτρύπτης, τυροφάγοςαρχ.τυρόλφιτον, τυροκλέπτης, τυρόμαντις, τυρόνωτος, τυροξόος, τυροπρασία, τυροτάριχος, τυροφόροςαρχ.-μσν.τυροβόλος, τυροτόμοςμσν.τυροαπόθεσις, τυροκλόπος, τυρολοιχός, τυροψύκτης, τυρώνυμοςμσν.- νεοελλ.τυρόγαλα. (Β' συνθετικό) βούτυρο(ν)αρχ.σησαμότυρον].
Dictionary of Greek. 2013.